κεσκέκ
(ουσ. ουδ.)
κεσ̑κέκ
[ceˈʃcek]
Ανακ., Σίλατ.
Από το τουρκ. (< περσ.) διαλεκτ. ουσ. keşkek = είδος φαγητού από ψιλοκομμένο σιτάρι και κρέας (Tietze 2016, λ. keşkek).