κεσάτι
(ουσ. ουδ.)
κεσάτι
[ceˈsati]
Φάρασ.
κεσάτ'
[ceˈsat]
Μισθ.
Από το νεότ. κεσάτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kesat = έλλειψη.
1. Εμπορική απραξία, αναδουλειά
Μισθ., Φάρασ.