κερτικλούς
(επίθ.)
κερτικλούς
[certiˈklus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kertikli = οδοντωτός, κομμένος.
Σημαδεμένος, χαραγμένος
Πβ.
κερτίκι