ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεσέκι (ουσ. ουδ.) κ͑α̈σα̈́κι [kʰæˈsæci] Αφσάρ., Τσουχούρ. Πληθ. κεσ̑έκια [ceˈʃeca] Τροχ. κετσ̑έκια [ceˈtʃeca] Τροχ. κετσ̑έτσ̑α [ceˈtʃetʃa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kesek = σβώλος.
Σβώλος ό.π.τ. : Ντου χουράφ’ βγάλλ’ κετσ̑έτσ̑α (Το χώμα του χωραφιού βγάζει σβώλους) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παίρισ̑κε το ντίρμακ’, αν έσ̑κε κεσ̑έκια μεγάλα, ντιρμακλάνdεινεν ντο, για να τσ̑άκούν τα κετσ̑έκια (Έπαιρνε την σβάρνα και, αν είχε μεγάλους σβώλους, το σβάρνιζε (το χώμα), για να σπάσουν οι σβώλοι) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ζούβρα :1, μόλος :2, τόπι
Τροποποιήθηκε: 09/03/2025