κεσέκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑α̈σα̈́κι
[kʰæˈsæci]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Πληθ.
κετσ̑έτσ̑α
[ceˈtʃetʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kesek = σβώλος.
Σβώλος
ό.π.τ.
:
Ντου χουράφ’ βγάλλ’ κετσ̑έτσ̑α
(Το χώμα του χωραφιού βγάζει σβώλους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.