τόπι
(ουσ. ουδ.)
τ͑όπ͑ι
['tʰopʰi]
Σίλ., Φάρασ.
τόπι
['topi]
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
τ͑όπ'
['tʰop]
Αξ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. τόπι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. top = α) μπάλα β) κανόνι γ) τόπι υφάσματος δ) συστάδα δέντρων ε) στοίβα, δεμάτι στ) ως επίθ., σφαιρικός, στρογγυλός ζ) διαλεκτ., στρογγυλή ζύμη ως ζωοτροφή.
1. Μικρή μπάλα
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Να παίξουμ' τόπ'
(Να παίξουμε μπάλα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αν ντόπι σ̑όνι
(Mια μπάλα χιόνι, χιονόμπαλα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
'μεις έχουμι αν αλτούνι τόπι, 'γώ κοντάου τα ση ναίκα μου ατές κοντά τα στη μένα μο τ’ ιτσείνου παίζουμι, γιάμι τσε χαρούμιστι!»
(Εμείς έχουμε ένα χρυσό τόπι, εγώ το πετάω στην γυναίκα μου κι αυτή το πετάει σε μένα και μ' εκείνο παίζουμε, γελάμε και χαιρόμαστε )
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
β.
Σβώλος
Σίλ.
:
Αν τ͑όπ͑ι τσ̑υρί
(Ένας σβώλος τυριού
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Κανόνι
Φάρασ., Φλογ.
:
|| Φρ.
Έσυρεν τόπ'
(Βάρεσε κανόνι˙ Χρεωκόπησε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
β.
Σφαίρα όπλου
Αξ.
3. Τόπι υφάσματος
Αξ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
:
ˈqόραζανε λίγα σιμίτια, λίγα σταφίδες, λίγα γεμενιά, ένα δύο τόπια εdεργιέ κι άλλα qαγίτια
(Αγόραζαν λίγα κουλούρια, λίγες σταφίδες, λίγες μαντήλες, ένα δύο τόπια ύφασμα και άλλες προμήθειες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το σάρνταναμ' το τόπ'
(Το τυλίγαμε το τόπι του υφάσματος)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
β.
Κουβάρι
Μισθ., Φάρασ.
:
Το μεγούσκον το φσ̑όκκο 'ενότουν γαϊλ τσ̑αι πήρεν το τόπιν την κωστή, γατιέσεν τσ̑αι τα 'πεμεινά
(Το μεγαλύτερο παιδί συμφώνησε και πήρε το κουβάρι την κλωστή, και έδιωξε τα υπόλοιπα
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
4. Μεγάλο δέμα
Φάρασ.
6. Ανθοδέσμη
Φάρασ.