τοπές
(επιφ.)
τ͑οπ͑ές
[tʰoˈpʰes]
Φάρασ.
Από το τουρκ. tövbe = α) μεταμέλεια β) ως επιφών., αρκετά, φτάνει!, όπου και διαλεκτ. τύπ. töbe (πβ. Αναστασιάδης 1980: 79).
Φτάνει, αρκετά
:
τ͑οπ͑ές ήμαρτον
(Φτάνει, ήμαρτον)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
τ͑οπ͑έ τζ̑ο πααίνω
(Φτάνει, δεν πηγαίνω)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ