τοπτσής
(ουσ. αρσ.)
τοπτσής
[topˈtsis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. topçu = α) πυροβολικό β) κανονιοφόρος, πυροβολητής γ) ποδοσφαιριστής δ) μαθητής που αποτυγχάνει σε διαγώνισμα.
Πυροβολητής
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025