τοπλαντίζω (I)
(ρ.)
τοπλανdι̂́ζω
[toplaˈdɯzo]
Αραβαν.
τοπλατίζω
[toplaˈtizo]
Μαλακ.
τ͑οπ͑λατίζω
[tʰopʰlaˈtizo]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
τ͑οπ͑λατώ
[tʰopʰlaˈto]
Αραβ., Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τροχ., Τσουχούρ., Φκόσ.
τοπλαdού
[toplaˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
τοπλάντ'σα
[topˈlandsa]
Μισθ.
τοπλάτ'σα
[topˈlatsa]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
τ͑οπλάισα
[tʰoˈplaisa]
Σίλ.
τοπλάγισα
[topˈlaʝisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. toplamak = μαζεύω, συγκεντρώνω.
1. Μαζεύω, συγκεντρώνω
ό.π.τ.
:
Ντα λίραγια τοπλάτ'σεν ντα, και πάασέν ντo do σπίτι τ'
(Τις λίρες τις μάζεψε, και τις πήγε στο σπίτι του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Oύλα τοπλάντ'σιν ντα όμως, ούλα γέναν γιαυτού τ'
(Όλα τα μάζεψε όμως, όλα έγιναν δικά του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πακλάτσ̑α τσι στράδα, τσ̑όαν τσ̑αμούρια, τοπλάτ'σ̑α τσ̑' εκείνα
(Γυάλισα και το δρόμο, ήταν λάσπες, τα μάζεψα κι εκείνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τοπλάτ'σανε λιέγα λίρες. ποίκανε δύο τρία νdάιγια
(Μαζέψανε λίγες λίρες, έκαναν δυό τρία δέματα)
Φάρασ.
-Dawk.
Tοπλάισασ' ντα γέννημα
(Έκανα σωρό το σιτάρι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
επισωρεύω, μάζω, μπιρικτιρντίζω, σωρεύω
2. Μτφ., συμμαζεύω, συγκρατώ
Αραβαν.
:
Πήρε το κιöτΰ το στράτα, ντεν μπόρ'σαμ' να το τοπλαdίσουμ'
(Πήρε τον κακό τον δρόμο, δεν μπορέσαμε να την συμμαζέψουμε)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
αλικοτίζω