ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοπλαντίζω (I) (ρ.) τοπλανdι̂́ζω [toplaˈdɯzo] Αραβαν. τοπλατίζω [toplaˈtizo] Μαλακ. τ͑οπ͑λατίζω [tʰopʰlaˈtizo] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ. τ͑οπ͑λατώ [tʰopʰlaˈto] Αραβ., Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τροχ., Τσουχούρ., Φκόσ. τοπλαdού [toplaˈdu] Ουλαγ. Αόρ. τοπλάντ'σα [topˈlandsa] Μισθ. τοπλάτ'σα [topˈlatsa] Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ. τ͑οπλάισα [tʰoˈplaisa] Σίλ. τοπλάγισα [topˈlaʝisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. toplamak = μαζεύω, συγκεντρώνω.
1. Μαζεύω, συγκεντρώνω ό.π.τ. : Ντα λίραγια τοπλάτ'σεν ντα, και πάασέν ντo do σπίτι τ' (Τις λίρες τις μάζεψε, και τις πήγε στο σπίτι του) Ουλαγ. -Dawk. Oύλα τοπλάντ'σιν ντα όμως, ούλα γέναν γιαυτού τ' (Όλα τα μάζεψε όμως, όλα έγιναν δικά του) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πακλάτσ̑α τσι στράδα, τσ̑όαν τσ̑αμούρια, τοπλάτ'σ̑α τσ̑' εκείνα (Γυάλισα και το δρόμο, ήταν λάσπες, τα μάζεψα κι εκείνα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τοπλάτ'σανε λιέγα λίρες. ποίκανε δύο τρία νdάιγια (Μαζέψανε λίγες λίρες, έκαναν δυό τρία δέματα) Φάρασ. -Dawk. Tοπλάισασ' ντα γέννημα (Έκανα σωρό το σιτάρι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. επισωρεύω, μάζω, μπιρικτιρντίζω, σωρεύω
2. Μτφ., συμμαζεύω, συγκρατώ Αραβαν. : Πήρε το κιöτΰ το στράτα, ντεν μπόρ'σαμ' να το τοπλαdίσουμ' (Πήρε τον κακό τον δρόμο, δεν μπορέσαμε να την συμμαζέψουμε) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. αλικοτίζω