τοπαλεύω
(ρ.)
τ͑οπ͑αλεύω
[tʰopʰa'levo]
Φάρασ.
τοπαλεύου
[topa'levu]
Φάρασ.
Από το ουσ. τοπάλης = κουτσός, όπου και τύπ. τ͑οπ͑άλης, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Κουτσαίνω
:
Ατα̈́ το 'ίδι φαινέτι μι αντί να τ͑οπ͑αλεύει
(Αυτό το γίδι μου φαίνεται σαν να κουτσαίνει)
Φάρασ.
-Αναστασ.