τοξαρώνομαι
(ρ.)
τοξαρώνομαι
[toksaˈronome]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. τοξάριον και παραγωγ. επίθμ. -ώνομαι.
Τεντώνω το σώμα μου
Φάρασ.