τοπαρλατίζω
(ρ.)
τοπαρλατίζου
[toparlaˈtizu]
Φάρασ.
τ͑οπαρλατσίζου
[tʰoparlaˈtsizu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. toparlamak = στρογγυλεύω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.