τομουρτζουκλαντίζω
(ρ.)
Αόρ.
τομουρτζ̑ουκλάν'σα
[tomurdʒuˈklansa]
Φάρασ.
τομουρτζ̑ουχλάν'σα
[tomurdʒuˈxlansa]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρ. tomurcuklanmak = μπουμπουκιάζω (tomurcuk = μπουμπουκάκι).
Μπουμπουκιάζω, αρχίζω να ανθίζω
:
Το έναν το βάρτι ήνοιξε, τ' άβου χ' ανοίξει, τ' άβου πιλί κόμη κούτζ̑πελα τομουρτζ̑ουχλάν'σε
(Το ένα τριαντάφυλλο άνοιξε, το άλλο θ' ανοίξει, το τρίτο ακόμα μόλις που μπουμπούκιασε)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
γγαστρώνω :3, κινάω, ξυπνώ :3