ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τομουρτζουκλαντίζω (ρ.) Αόρ. τομουρτζ̑ουκλάν'σα [tomurdʒuˈklansa] Φάρασ. τομουρτζ̑ουχλάν'σα [tomurdʒuˈxlansa] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ρ. tomurcuklanmak = μπουμπουκιάζω (tomurcuk = μπουμπουκάκι).
Μπουμπουκιάζω, αρχίζω να ανθίζω : Το έναν το βάρτι ήνοιξε, τ' άβου χ' ανοίξει, τ' άβου πιλί κόμη κούτζ̑πελα τομουρτζ̑ουχλάν'σε (Το ένα τριαντάφυλλο άνοιξε, το άλλο θ' ανοίξει, το τρίτο ακόμα μόλις που μπουμπούκιασε) Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. γγαστρώνω :3, κινάω, ξυπνώ :3