τονούμι
(ουσ. ουδ.)
τονούμι
[toˈnumi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dönüm = α) στροφή β) χωράφι έκτασης μιας εργατοημέρας γ) μονάδα εμβαδού, 1/4 του εκταρίου.
Στρέμμα
:
Χαρ' τα τσ̑αι πένdε ίδε τσ̑αι δύο αργατού μπέλι τσ̑αι αν τονούμι τόπας.
(Xάρισέ της και πέντε γίδια και ένα αμπέλι έκτασης δύο εργατοημερών και ένα στρέμμα χωράφι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τροποποιήθηκε: 25/10/2024