ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τόνγκι (σύνδ.) τόνgι ['tonɟi] Τελμ. τούνκι ['tunci] Μαλακ. Από τον σύνδ. όταν, όπου και τύπ, 'τον, και τον σύνδ. κι (I).
Όταν Τελμ. : Και τόνgι πάν εννιά μήνες (και όταν πέρασαν εννιά μήνες) Τελμ. -Dawk.
β. Όταν και, όταν δεν Μαλακ.