τόλι (I)
(επίθ.)
τόλι
['toli]
Αφσάρ.
τουλ-λού
[tul'lu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. dolu (< παλαιότ. tolu ή tolı) = γεμάτος (βλ. Tietze 2016, λ. dolu I).
Γεμάτος, πλήρης
ό.π.τ.
:
Το μύγου ποίκ' ντα τόλι
(Κάνε αυτόν τον μύλο γεμάτο)
Αφσάρ.
-Dawk.
Αντίθ
εύκαιρος :1, μπος :1, Συνών.
γεμάτος :1, γεμώνω :1