τοκάς
(ουσ. αρσ.)
τοκάς
[toˈkas]
Μισθ., Φάρασ.
τ͑οχάς
[tʰo'xas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. toka = α) πόρπη β) κουμπί.
Πόρπη, αγκράφα
ό.π.τ.