τοκαντώ
(ρ.)
τοκανdού
[tokan'du]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. dokunmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. dokanmak, tokanmak = α) αγγίζω, πασπατεύω β) πειράζω γ) συγκινώ δ) δαγκώνω (Tietze 2016, λ. dokan- / tokan-).
Βλάπτω, πειράζω
Ουλαγ.
:
Με ντο τοκανdάς
(μην τον πειράζεις)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο έφαες τοκάν'σε σε
(αυτό που έφαγες σε πείραξε)
Ουλαγ.
-Κεσ.