ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοκαντώ (ρ.) τοκανdού [tokan'du] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. dokunmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. dokanmak, tokanmak = α) αγγίζω, πασπατεύω β) πειράζω γ) συγκινώ δ) δαγκώνω (Tietze 2016, λ. dokan- / tokan-).
Βλάπτω, πειράζω Ουλαγ. : Με ντο τοκανdάς (μην τον πειράζεις) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο έφαες τοκάν'σε σε (αυτό που έφαγες σε πείραξε) Ουλαγ. -Κεσ.