τόι
(ουσ. ουδ.)
τόι
['toi]
Αξ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. toy = αγριόγαλος (Otis tarda).
1. Γύπας
Αξ.
2. Κύκνος
Φάρασ.