τοκμάκι
(ουσ. ουδ.)
τοqμάχ'
[toqˈmax]
Φλογ.
τ͑οκμάχ'
[tʰokˈmax]
Ανακ.
τ͑οχμάχ̇ι
[tʰoxˈmaxi]
Φάρασ.
Πληθ.
τοκμάκια
[tokˈmaca]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. tokmak = α) σφυρί β) κόπανος γ) ρόπτρο, όπου και διαλεκτ. τύπ. tohmah.
Κόπανος
ό.π.τ.