ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοκμάκι (ουσ. ουδ.) τοqμάχ' [toqˈmax] Φλογ. τ͑οκμάχ' [tʰokˈmax] Ανακ. τ͑οχμάχ̇ι [tʰoxˈmaxi] Φάρασ. Πληθ. τοκμάκια [tokˈmaca] Σίλατ. Από το τουρκ. ουσ. tokmak = α) σφυρί β) κόπανος γ) ρόπτρο, όπου και διαλεκτ. τύπ. tohmah.
Κόπανος ό.π.τ.