τοζάχ
(ουσ. ουδ.)
τοζάχ
[toˈzax]
Μισθ.
ντοζάχ
[doˈzax]
Μισθ.
Πληθ.
ντοζάχια
[doˈzaça]
Μισθ.
Από το παλαιοτ. τουρκ. ουσ. tozak = α) ανεμοστρόβιλος β) αιωρούμενο αντικείμενο γ) διαλεκτ., φτερό (Redhouse).
Φτερό
Μισθ.
:
Nτου παγόν έχ' όμουρφα ντοζάχια
(το παγόνι έχει όμορφα φτερά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Πούπουλο πτηνού
Μισθ.
:
Μητ΄ ορνιχιού ντά ντοζάχια σιάνοιξαμ' προυσκαλάβης
(με τα πούπουλα της κότας φτιάχναμε μαξιλάρια
)
Μισθ.
-Κοτσαν.