ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοζάχ (ουσ. ουδ.) τοζάχ [toˈzax] Μισθ. ντοζάχ [doˈzax] Μισθ. Πληθ. ντοζάχια [doˈzaça] Μισθ. Από το παλαιοτ. τουρκ. ουσ. tozak = α) ανεμοστρόβιλος β) αιωρούμενο αντικείμενο γ) διαλεκτ., φτερό (Redhouse).
Φτερό Μισθ. : Nτου παγόν έχ' όμουρφα ντοζάχια (το παγόνι έχει όμορφα φτερά) Μισθ. -Κοτσαν.
β. Πούπουλο πτηνού Μισθ. : Μητ΄ ορνιχιού ντά ντοζάχια σιάνοιξαμ' προυσκαλάβης (με τα πούπουλα της κότας φτιάχναμε μαξιλάρια ) Μισθ. -Κοτσαν.