τιτσαρέτ
(ουσ. ουδ.)
τιτσ̑αρέτ
[titʃaˈret]
Φλογ.
τιτζαρέτ
[tidzaˈret]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ticaret = εμπόριο.
Εμπόριο
ό.π.τ.
:
Ντυό αρκαdάσ̑α πήγαν στο γιαbάν' 'ς το τιτζαρέτ
(Δύο φίλοι πήγαν στην ξενιτιά για εμπόριο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χέρκες φέγνει εδώρτα-εκιούρτα, σο τιτσ̑αρέτ τό 'να, σε μάνgανος τ' άλλο, στο τιφτίκ, και τα πολλά στην Πόλ'
(Ο καθένας φεύγει εδώ κι εκεί, στο εμπόριο ο ένας, στο ελαιοπιεστήριο ο άλλος, στην επεξεργασία του μοχέρ, και οι περισσότεροι στην Πόλη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811