ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιτσαρέτ (ουσ. ουδ.) τιτσ̑αρέτ [titʃaˈret] Φλογ. τιτζαρέτ [tidzaˈret] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. ticaret = εμπόριο.
Εμπόριο ό.π.τ. : Ντυό αρκαdάσ̑α πήγαν στο γιαbάν' 'ς το τιτζαρέτ (Δύο φίλοι πήγαν στην ξενιτιά για εμπόριο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χέρκες φέγνει εδώρτα-εκιούρτα, σο τιτσ̑αρέτ τό 'να, σε μάνgανος τ' άλλο, στο τιφτίκ, και τα πολλά στην Πόλ' (Ο καθένας φεύγει εδώ κι εκεί, στο εμπόριο ο ένας, στο ελαιοπιεστήριο ο άλλος, στην επεξεργασία του μοχέρ, και οι περισσότεροι στην Πόλη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811