τιτίζης
(επίθ.)
τιτίζης
[tiˈtizis]
Σίλ., Σινασσ.
τ͑ιτ͑ίζ’
[tʰiˈtʰiz]
Μαλακ., Φάρασ.
Θηλ.
τ͑ιτ͑ζού
[tʰitʰiˈzu]
Φάρασ.
Ουδ.
τ͑ιτ͑ίζι
[tʰiˈtʰizi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. titiz = α) αυστηρός β) σχολαστικός.
1. Σχολαστικός
Σινασσ.
3. Ευέξαπτος, οργίλος
Σίλ., Φάρασ.