οκνιάρης
(επίθ.)
οκουνιάρ'
[okuˈɲar]
Μισθ.
οκνιέρ'
[okniˈer]
Φάρασ.
΄κνι-έρ'
[kniˈer]
Φάρασ.
Νεότ. επίθ. ὀκνιάρης (στα Λεξ. Δουκ. Βλαχ. Σομ.), το οπ. από το επίθ. ὀκνός και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > -ιάρ’, όπου και τύπ. -ιέρ’. Η λ. και Κύπρ. Λιβύσσ.