οκνιάρης
(επίθ.)
οκνιέρ'
[okniˈer]
Φάρασ.
΄κνι-έρ'
[kniˈer]
Φάρασ.
οκουνιάρ'
[okuˈɲar]
Μισθ.
Μεσν. επίθ. ὀκνιάρης (σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία, Golden 1985), το οπ. από το επίθ. ὀκνός και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > -ιάρ’, όπου και τύπ. -ιέρ’. Η λ. και Κύπρ. Λιβύσσ.
1. Οκνηρός, τεμπέλης
ό.π.τ.
:
Ήτουν εν το μέγο οκνιέρ’
(Ήταν ο μεγαλύτερος τεμπέλης)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Πολύ οκουνιάρ' τσείδι ατό
(πολύ τεμπέλης είναι αυτός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ο γιος τ’ς ήτουν τ͑ομπέλ’, 'κνι-έρ'
(Ο γιος τους ήταν τεμπέλης, οκνηρός)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Συνών.
αβαράς, γαλπαζάνος, κάλπι :4, οκνός, τεμπέλης