ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οκνιάρης (επίθ.) οκουνιάρ' [okuˈɲar] Μισθ. οκνιέρ' [okniˈer] Φάρασ. ΄κνι-έρ' [kniˈer] Φάρασ. Νεότ. επίθ. ὀκνιάρης (στα Λεξ. Δουκ. Βλαχ. Σομ.), το οπ. από το επίθ. ὀκνός και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > -ιάρ’, όπου και τύπ. -ιέρ’. Η λ. και Κύπρ. Λιβύσσ.
1. Οκνηρός, τεμπέλης ό.π.τ. : Πολύ οκουνιάρ' τσείδι ατό (πολύ τεμπέλης είναι αυτός) Μισθ. -Κοτσαν. Ο γιος τ’ς ήτουν τ͑ομπέλ', 'κνι-έρ' (Ο γιος τους ήταν τεμπέλης, οκνηρός) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Συνών. αβαράς, κάλπι, οκνός, τεμπέλης
2. Αυτός που περπατά μετά δυσκολίας, ανάπηρος Φάρασ. Συνών. ήμισυς, σακάτης