ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οκουτώ (ρ.) οκουτώ [okuˈto] Σίλ. οκουτ-τού [okutˈtu] Ουλαγ. χουτώ [xuˈto] Σινασσ. χουτίζω [xuˈtizo] Σινασσ. Aπό το τουρκ. ρ. okumak = α) διαβάζω β) μελετώ γ) απαγγέλλω ιερατική ευχή, όπου και διαλεκτ. τύπ. οhumak.
1. Διαβάζω Σινασσ. : Χούτα με το τσα λίγο (Διάβασέ μου το έτσι λίγο) Σινασσ. -Βλασ. Χούτανε γαζέττα (Διάβαζε εφημερίδα) Σινασσ. -Βλασ. Αβούτσα δε χουτιέται (Έτσι δεν διαβάζεται) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ας το χουτίσω και ανακρώστ' (Ας το διαβάσω και ακούστε) Σινασσ. -Λεύκωμα Άμα πήρα το χαρτιό σ' και το χούτισα, ήρτεν ένα πράμα και φαρακώθην στο γουργούρι μ' (Όταν πήρα το γράμμα σου και το διάβασα, ήρθε ένα πράμα και σκάλωσε στον λαιμό μου) Σινασσ. -Λεύκωμα Ας χουτίσω το χαρτιό σ' να ζιούμ' τι λέγει (Ας διαβάσω το γράμμα σου να δούμε τι λέει) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Ειδικότ., διαβάζω συγχωρετική ευχή Ουλαγ., Σίλ. : Ο ζαμάν οκουτ-τούν ντο συχωριά (Τότε του διαβάζουν συγχωρετική ευχή) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αόπ'μα παρί παγαίνει να τσην οκουτσ̑ήσει στα λημόρια (To πρωί το παιδί πηγαίνει να της διαβάσει συγχωρετική ευχή στα μνήματα) Σίλ. -Κωστ.Σ.
3. Διδάσκω Σίλ. : Λάσκαρής μας ρεν τα οκουτά καλά (Ο δάσκαλός μας δεν τα διδάσκει καλά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6