ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οκτσέ (ουσ. ουδ.) ο̈κτσέ [økˈtse] Μισθ. ο̈χτσέ [øxˈtse] Δίλ. οχτσέ [oxˈtse] Δίλ. οκτσά [oˈktsa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ.ökçe = α) φτέρνα β) διαλεκτ. το κυρτό ξύλο από το οπ. περνά το άροτρο και συνεκδ. το άροτρο.
1. Αλετροπόδι, κυρτό μονοκόμματο ξύλο, στην άνω άκρη του οποίου ήταν η λαβή του αρότρου ενώ στην κάτω άκρη στερεώνεται η άκρη του σταβαριού Δίλ., Μισθ. : Το γυνί τό 'σφιγγες με το βλα̈χάρ' πάνω στο öκτσέ (Το υνί το έσφιγγες με κρίκο πάνω στο αλετροπόδι) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
2. Κοίλωμα όπου μπαίνει η ακμή της πόρτας στο κατώφλι Ουλαγ. : Αν έν πολύ το γάλα της λεχώνας, αλμέγουν το και χύνουν του θυραγιού το οκτσά (Αν είναι πολύ το γάλα της λεχώνας, το αρμέγουν και το χύνουν στο κοίλωμα της πόρτας) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.