όκι
(ουσ. ουδ.)
όκι
[ˈoci]
Σίλ.
όκ'
[ok]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Τροχ.
όχ̇ι
[ˈoxi]
Φάρασ.
Πληθ.
όχγια
[ˈoxʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ok, όπου και διαλεκτ. τύπ. oh = α) βέλος β) άξονας αμαξιού γ) εγκάρσιο δοκάρι.
β.
Βέλος
Φάρασ.
β.
Στον πληθ., δοκοί που προεξέχουν από τον αραμπά εμπρός, και στους οποίους προσδένεται το υποζύγιο
Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025