όκι
(ουσ. ουδ.)
όκι
[ˈoci]
Σίλ.
όκ'
[ok]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Τροχ.
όχ̇ι
[ˈoxi]
Φάρασ.
Πληθ.
όχγια
[ˈoxʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ok, όπου και διαλεκτ. τύπ. oh = α) βέλος β) άξονας αμαξιού γ) εγκάρσιο δοκάρι.
2. Βέλος
Φάρασ.
3. Σταβάρι, κοντάρι αλετριού
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
4. Στον πληθ., δοκοί που προεξέχουν από τον αραμπά εμπρός, και στους οποίους προσδένεται το υποζύγιο
Τροχ.