ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όκι (ουσ. ουδ.) όκι [ˈoci] Σίλ. όκ' [ok] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Τροχ. όχ̇ι [ˈoxi] Φάρασ. Πληθ. όχγια [ˈoxʝa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. ok, όπου και διαλεκτ. τύπ. oh = α) βέλος β) άξονας αμαξιού γ) εγκάρσιο δοκάρι.
1. Τόξο Σίλ. : Ποίκασι τρία όκια, σύρνουν τα (Έφτιαξαν τρία τόξα, τα τραβούν) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. γιάι, ζίκα :1
2. Βέλος Φάρασ.
3. Σταβάρι, κοντάρι αλετριού Ανακ., Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
4. Στον πληθ., δοκοί που προεξέχουν από τον αραμπά εμπρός, και στους οποίους προσδένεται το υποζύγιο Τροχ.