γιάι
(ουσ. ουδ.)
γιάι
[ˈʝai]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yay = τόξο.
Τόξο.
Συνών.
ζίκα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024