ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαζινταρός (ουσ. αρσ.) γιαζινdαρός [ʝazindaˈros] Μισθ. γιαζουνdαρό [ʝazundaˈro] Τσαρικ. γιαζ'νταρό [ʝazdaˈro] Μισθ. γιαανdαρός [ʝaandaˈros] Μισθ. γιανdαρός [ʝandaˈros] Μισθ. Πιθ. από τo τουρκ. ουσ. yazın = κατά το καλοκαίρι και το ελλ. ουσ. ταρός = καιρός.
Η θεριστική περίοδος που ξεκινούσε την άνοιξη και τελείωνε το αργότερο στα τέλη Ιουλίου ό.π.τ. : Καμαϊνdαρό τσ̑είδι τσ̑ι που λάμισ̑καμ’ ντουν Άγουστου τα νύχτις, γιαζινταρό τσ̑είδι που χερίζουμι (Καμαϊνταρό ήταν αυτό που οργώναμε τον Αύγουστο τις νύχτες, γιαζινταρό είναι που θερίζουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παίνιξαν 'ς γιαανdαρό, παίνιξαν να χερίσ'νι (Πήγαιναν στον θερισμό, πήγαιναν να θερίσουν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φέγ', που λές, γκόσμους τσόουν γιαανdαρό, σ̑έριζαν (Φεύγει, που λες, ήταν κόσμος στον θερισμό, θέριζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιαζ'νταρό ακούμα έχ' πολλά (Το θέρος έχει ακόμα πολύ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πβ. καμαϊνταρό