ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγλαντίζω (ρ.) γιαγλαdι̂́ζω [ʝaɣlaˈdɯzo] Σίλ. γιαγλατίζω [ʝaɣlaˈtizo] Αφσάρ., Μαλακ. γιαγλατίζου [ʝaɣlaˈtizu] Φάρασ. γιαγλαΐζου [ʝaɣlaˈizu] Μισθ., Σίλ. γιαγλαdώ [ʝaɣlaˈdο] Αραβ., Σίλ., Τροχ. γιαγλατώ [ʝaɣlaˈto] Αφσάρ., Φλογ. γιαγλαdού [ʝaɣlaˈdu] Ουλαγ. γιαγλαταίνω [ʝaɣlaˈteno] Φλογ. Παρατατ. γιαγλάιζα [ʝaˈɣlaiza] Μισθ., Σίλ. γιαγλάτανα [ʝaˈɣlatana] Φλογ. Αόρ. γιαγλάτ'σα [ʝaˈɣlatsa] Μαλακ., Μισθ., Σίλ. γιαγλάτ'σ̑α [ʝaˈɣlatʃa] Ουλαγ. γιαβλάτ'σ̑α [ʝaˈvlatʃa] Γούρδ. γιαλάτ'σα [ʝaˈlatsa] Ουλαγ., Φερτάκ. Παθ. γιαγλαϊζιέμι [ʝaɣlaizˈʝemi] Μισθ. Αόρ. γιαγλαντήχα [ʝaɣlaˈdixa] Μισθ. γιαγλαΐστα [ʝaɣlaˈista] Μισθ. Από τον αόρ. yağladı του ρ. yağlamak = λιπαίνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. γιαγλαταίνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε %i-αίνω.
1. Επαλείφω, συνήθ. με λίπος ή λάδι ό.π.τ. : Γιαγλαΐζου ντου ντιάνι μ' (Αλείφω το σώμα μου) Μισθ. -Κοτσαν. Νουνά γιαγλάτανεν σο νύφ' το σ̑ινιά (Η κουμπάρα άλειφε την νύφη με χέννα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Γιαγλάτ'σα ένα κ'λούρ' ψωμί μι ντου σκόρντου· καλό τσ̑ότουν (Άλειψα ένα κουλούρι ψωμί με το σκόρδο· καλό ήταν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μι τι να ντου γιαγλαΐσ'; (Με τι θα το αλείψεις;) Μισθ. -Φατ. Είχαν προγάτ' ντέρμα, γιαγλάιζάν του μι λίτσικου άλας (Εϊχαν προβάτου δέρμα, το άλειφαν με λίγο αλάτι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ηύρε ένα σ̑ισ̑έ μασ̑λιάμ'· γιαβλάτ'σ̑εν ντο σο γουργούρι τ' και γιάρωσε (Βρήκε ένα μπουκάλι με γιατρικό· το άλειψε στον λαιμό του και έγιανε) Γούρδ. -Dawk. Να γιαγλαΐσου νιούγου σ̑έρι μου λάρι (Ν' αλείψω λίγο το χέρι μου με λάδι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Παίριξα ένα χούφτα βούτυρο, γιαγλάιζα δου, που λες, τσαού (Έπαιρνα μιά χούφτα βούτυρο, το άλειφα που λες εδώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιαγλάνdα τα τροχουλιές σ’ αμάξ’ να μη τσιρλαdάνε (Άλειψε με λίπος τους άξονες των τροχών του αμαξιού για να μην τρίζουν) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Γιαγλαdώ τση μάκινά μου (Λαδώνω την μηχανή μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. αγλατώνω, αλείφω, γιαπιστιρντίζω, τσαλντώ :4
2. Πασαλείφω Μισθ., Ουλαγ. : Θα σι γιαγλαΐσου μι ντο όξινου ντου γάλα (Θα σε πασαλείψω με ξινόγαλο) Μισθ. -Κοτσαν. Γιαχλαντήχα μι ντου τσ̑αbούρ' (Πασαλείφτηκα με λάσπη) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιαπιστιρντίζω