γιαγλαντίζω
(ρ.)
γιαγλαdι̂́ζω
[ʝaɣlaˈdɯzo]
Σίλ.
γιαγλατίζω
[ʝaɣlaˈtizo]
Αφσάρ., Μαλακ.
γιαγλατίζου
[ʝaɣlaˈtizu]
Φάρασ.
γιαγλαΐζου
[ʝaɣlaˈizu]
Μισθ., Σίλ.
γιαγλαdώ
[ʝaɣlaˈdο]
Αραβ., Σίλ., Τροχ.
γιαγλατώ
[ʝaɣlaˈto]
Αφσάρ., Φλογ.
γιαγλαdού
[ʝaɣlaˈdu]
Ουλαγ.
γιαγλαταίνω
[ʝaɣlaˈteno]
Φλογ.
Παρατατ.
γιαγλάιζα
[ʝaˈɣlaiza]
Μισθ., Σίλ.
γιαγλάτανα
[ʝaˈɣlatana]
Φλογ.
Αόρ.
γιαγλάτ'σα
[ʝaˈɣlatsa]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
γιαγλάτ'σ̑α
[ʝaˈɣlatʃa]
Ουλαγ.
γιαβλάτ'σ̑α
[ʝaˈvlatʃa]
Γούρδ.
γιαλάτ'σα
[ʝaˈlatsa]
Ουλαγ., Φερτάκ.
Παθ.
γιαγλαϊζιέμι
[ʝaɣlaizˈʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
γιαγλαντήχα
[ʝaɣlaˈdixa]
Μισθ.
γιαγλαΐστα
[ʝaɣlaˈista]
Μισθ.
Από τον αόρ. yağladı του ρ. yağlamak = λιπαίνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. γιαγλαταίνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε %i-αίνω.
1. Επαλείφω, συνήθ. με λίπος ή λάδι
ό.π.τ.
:
Γιαγλαΐζου ντου ντιάνι μ'
(Αλείφω το σώμα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νουνά γιαγλάτανεν σο νύφ' το σ̑ινιά
(Η κουμπάρα άλειφε την νύφη με χέννα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γιαγλάτ'σα ένα κ'λούρ' ψωμί μι ντου σκόρντου· καλό τσ̑ότουν
(Άλειψα ένα κουλούρι ψωμί με το σκόρδο· καλό ήταν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μι τι να ντου γιαγλαΐσ';
(Με τι θα το αλείψεις;)
Μισθ.
-Φατ.
Είχαν προγάτ' ντέρμα, γιαγλάιζάν του μι λίτσικου άλας
(Εϊχαν προβάτου δέρμα, το άλειφαν με λίγο αλάτι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ηύρε ένα σ̑ισ̑έ μασ̑λιάμ'· γιαβλάτ'σ̑εν ντο σο γουργούρι τ' και γιάρωσε
(Βρήκε ένα μπουκάλι με γιατρικό· το άλειψε στον λαιμό του και έγιανε)
Γούρδ.
-Dawk.
Να γιαγλαΐσου νιούγου σ̑έρι μου λάρι
(Ν' αλείψω λίγο το χέρι μου με λάδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Παίριξα ένα χούφτα βούτυρο, γιαγλάιζα δου, που λες, τσαού
(Έπαιρνα μιά χούφτα βούτυρο, το άλειφα που λες εδώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιαγλάνdα τα τροχουλιές σ’ αμάξ’ να μη τσιρλαdάνε
(Άλειψε με λίπος τους άξονες των τροχών του αμαξιού για να μην τρίζουν)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Γιαγλαdώ τση μάκινά μου
(Λαδώνω την μηχανή μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
αγλατώνω, αλείφω, γιαπιστιρντίζω, τσαλντώ :4
2. Πασαλείφω
Μισθ., Ουλαγ.
:
Θα σι γιαγλαΐσου μι ντο όξινου ντου γάλα
(Θα σε πασαλείψω με ξινόγαλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γιαχλαντήχα μι ντου τσ̑αbούρ'
(Πασαλείφτηκα με λάσπη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιαπιστιρντίζω