ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγίνι (ουσ. ουδ.) γιαγίν' [ʝaˈʝin] Αραβ. γιαΐνι [ʝaˈin] Σατ. γιαΐν' [ʝaˈin] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yayın = γουλιανός (THADS, λ. yayın Ι).
1. Το ποτάμιο και λιμναίο ψάρι σίλουρος ο γλάνις (silurus glanis) της οικογενείας των Σιλουριδών (siluridae), κοινώς γουλιανός Ανακ., Αραβ.
2. Είδος διχτυού ψαρέματος Σατ. Πβ. τάρπι