γιαβασούκκα
(επίρρ.)
γιαβασ̑ούκ-κα
[ʝavaˈʃukka]
Τσουχούρ.
Από το επίρρ. γιαβάς και το υποκορ. επίθμ. -ούκκος.
Πβ.
γιαβάς
Σιγανούτσικα
:
Γιαρί-κα̈τσ̑α̈σί, Αφσ̑αρώτ' γιαβασ̑ούκ-κα γιαβασ̑ούκ-κα πήνι σου 'πνώνκιν τ' αώνι ο Τούρκους
(Στη μέση της νύχτας, ο Αφσαριώτης σιγανά σιγανά πήγε στο αλώνι όπου κοιμόταν ο Τούρκος)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.