ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαβασούκκα (επίρρ.) γιαβασ̑ούκ-κα [ʝavaˈʃukka] Τσουχούρ. Από το επίρρ. γιαβάς και το υποκορ. επίθμ. -ούκκος. Πβ. γιαβάς
Σιγανούτσικα : Γιαρί-κα̈τσ̑α̈σί, Αφσ̑αρώτ' γιαβασ̑ούκ-κα γιαβασ̑ούκ-κα πήνι σου 'πνώνκιν τ' αώνι ο Τούρκους (Στη μέση της νύχτας, ο Αφσαριώτης σιγανά σιγανά πήγε στο αλώνι όπου κοιμόταν ο Τούρκος) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ.