γιαγλαμά
(ουσ. ουδ.)
γιαγλαμά
[ʝaɣlaˈma]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. yağlama = είδος τηγανίτας.
Είδος τηγανίτας που τρωγόταν με βούτυρο
Πβ.
λαλάγγι