γιαζί (II)
(ουσ. ουδ.)
γιαζού
[ʝaˈzu]
Σίλ.
Πληθ.
γιαζι̂́ρια
[ʝaˈzɯrʝa]
Αραβαν., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. γιαζί (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 31.8.46 «Πρὸ τριῶν ἡμερῶν ἔγεινε τὸ γιαζί· σήμερον ἐμοιράσθη ὁ λουφές, καὶ πλέον ἐπειδὴ δὲν ἔγεινε καὶ ἀπόφασις διὰ νὰ σταλθοῦν φερμάνια»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. yazı = α) γράψιμο, επιγραφή β) γραφικός χαρακτήρας γ) γραμμένο κείμενο δ) γραφτό από την μοίρα.
1. Στον πληθ., γράμματα του αλφαβήτου
Φλογ.
:
Εγκεί σο σοqάχ' κειόταν ένα μαρμεριού χτέρ', αμπάνω τ' κράβισ̑κεν λίγα γιαζι̂́ρια· έψαλεν τα γιαζι̂́ρια
(Εκεί στον δρόμο υπήρχε μιά ταφόπλακα, απάνω της έγραφε λίγα γράμματα· διάβασε τα γράμματα)
Φλογ.
-Dawk.
Έγραψαμι τα γιαζού μας
(Γράψαμε τα γράμματά μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γράμμα
2. Στον πληθ., γραφή κι ανάγνωση
Αραβαν.
:
|| Παροιμ.
Μ' ό,τσ̑ι γιάσκαλο κάτσ̑εις ούτσ̑α γιαζι̂́ρια να μάρεις
(Μ' όποιο δάσκαλο καθήσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις˙ οι συναναστροφές διαμορφώνουν τον χαρακτήρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πβ.
γράμμα