γιαζντουρντίζω
(ρ.)
γιαζντουρντίζω
[ʝazdurˈdizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yazdırmak (αόρ. yazdırdı) = βάζω κάποιον να γράψει, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.