ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακαντίζω (ρ.) γιακατίζω [ʝakaˈtizo] Μαλακ. γιακαΐζου [ʝakaˈizu] Μισθ. γιαχαdώ [ʝaxaˈdo] Σίλ. ικ͑ανdώ [ikʰanˈdo] Σίλ. Αόρ. γιακάτ'σα [ʝaˈkatsa] Μαλακ. γιαϊqάτ’σα [ʝaiˈqatsa] Φλογ. ικ͑άισα [iˈkʰaisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. yıkamak (< παλαιότ. τουρκ. yaykamak) = πλένω, ξεπλένω, όπου και διαλεκτ. τύπ. yaykamak, yayhamak, yahamak.
Πλένω, ξεπλένω ό.π.τ. : Ύστερα ετά σέμανε σο χαμάμ μέσα. Και γιαϊqάτ'σεν καλά καλά (Μετά αυτοί (ο γιατρός κι ο ασθενής) μπήκαν στο δημόσιο λουτρό. Και (ο γιατρός) έπλυνε (τον ασθενή) καλά καλά) Φλογ. -Dawk. Iκ͑ανdώ τα ρούχα (Πλένω τα ρούχα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ικ͑άισά τα, έβαλά τα χαραν̑ί απέσ', έβρασά τα, ξέβαλά τα (Τα έπλυνα, τα έβαλα μέσα στο καζάνι, τα έβρασα, τα ξέβγαλα, ενν. τα ρούχα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. πλύνω