γιακαντίζω
(ρ.)
γιακατίζω
[ʝakaˈtizo]
Μαλακ.
γιακαΐζου
[ʝakaˈizu]
Μισθ.
γιαχαdώ
[ʝaxaˈdo]
Σίλ.
ικ͑ανdώ
[ikʰanˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
γιακάτ'σα
[ʝaˈkatsa]
Μαλακ.
γιαϊqάτ’σα
[ʝaiˈqatsa]
Φλογ.
ικ͑άισα
[iˈkʰaisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. yıkamak (< παλαιότ. τουρκ. yaykamak) = πλένω, ξεπλένω, όπου και διαλεκτ. τύπ. yaykamak, yayhamak, yahamak.
Πλένω, ξεπλένω
ό.π.τ.
:
Ύστερα ετά σέμανε σο χαμάμ μέσα. Και γιαϊqάτ'σεν καλά καλά
(Μετά αυτοί (ο γιατρός κι ο ασθενής) μπήκαν στο δημόσιο λουτρό. Και (ο γιατρός) έπλυνε (τον ασθενή) καλά καλά)
Φλογ.
-Dawk.
Iκ͑ανdώ τα ρούχα
(Πλένω τα ρούχα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ικ͑άισά τα, έβαλά τα χαραν̑ί απέσ', έβρασά τα, ξέβαλά τα
(Τα έπλυνα, τα έβαλα μέσα στο καζάνι, τα έβρασα, τα ξέβγαλα, ενν. τα ρούχα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
πλύνω