γιακλαστουρντίζω
(ρ.)
γιαχλασ̑τουρτίζου
[ʝaxlaʃturˈtizu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yaklaştırmak = α) φέρνω κοντά β) παραβάλλω.
1. Φέρνω κοντά
Πβ.
γιακλαστίζω :1
2. Ζευγαρώνω
Συνών.
τσιφλετίζω
3. Συμφιλιώνω
Συνών.
μπαριστιρντίζω