γιακτιρντίζω
(ρ.)
γιακτιρντίζω
[ʝaktirˈdizo]
Τελμ.
γιακτουρντίζου
[ʝakturˈdizu]
Μισθ.
γιακτι̂ρντού
[ʝaktɯrˈdu]
Ουλαγ.
γιακτι̂ρού
[ʝaktɯˈru]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. yaktırmak, μεταβιβαστ. του ρ. yakmak = α) καίω, ανάβω φωτιά β) εφαρμόζω κάτι γ) φλέγομαι από έρωτα δ) συνθέτω δημώδ. άσμ.
1. Κάνω κάποιον να κάψει κάτι
Τελμ.
:
Τα πάλους γιακτιρντίζω τα
(Τα παλούκια σε κάνω να τα καις)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Συνθέτω (για τραγούδια)
Μισθ., Ουλαγ.
:
Γιακτι̂ρού τροώγ̑
(Γράφω τραγούδι)
Ουλαγ.
-Κεσ.