ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακτιρντίζω (ρ.) γιακτιρντίζω [ʝaktirˈdizo] Τελμ. γιακτουρντίζου [ʝakturˈdizu] Μισθ. γιακτι̂ρντού [ʝaktɯrˈdu] Ουλαγ. γιακτι̂ρού [ʝaktɯˈru] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. yaktırmak, μεταβιβαστ. του ρ. yakmak = α) καίω, ανάβω φωτιά β) εφαρμόζω κάτι γ) φλέγομαι από έρωτα δ) συνθέτω δημώδ. άσμ.
1. Κάνω κάποιον να κάψει κάτι Τελμ. : Τα πάλους γιακτιρντίζω τα (Τα παλούκια σε κάνω να τα καις) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Συνθέτω (για τραγούδια) Μισθ., Ουλαγ. : Γιακτι̂ρού τροώγ̑ (Γράφω τραγούδι) Ουλαγ. -Κεσ.