γιαλαντζής
(ουσ. αρσ.)
γιαλανdζ̑ή
[ʝalanˈdʒi]
Μισθ., Τσαρικ.
γιαλαντσ̑ής
[ʝalanˈtʃis]
Σίλ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yalancı = ψεύτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. yalançı.
Ψεύτης
ό.π.τ.
:
Γιαλανdζ̑ή γιαΐ μι κούμπουις
(Ψεύτη, γιατί με γέλασες;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
κομπωσιάρης, ψεματάς, ψεματιάρης, ψεύτης