ψεματάς
(ουσ.)
ψεματάς
[psema'tas]
Ουλαγ., Φάρασ.
Από το ουσ. ψέμα (θ. ψεματ-) και το παραγωγ. επίθμ -άς.
Ψεύτης
ό.π.τ.
:
Ντo γιαβαλλi χάε γκαι γκούτλωσε άλλε απ’ το ψέματαν ντο γκόσμο
(Ο κακομοίρης πέθανε και γλύτωσε πια από τον ψεύτη τον κόσμο)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τον ψεματά τσαι τον gλέφ' γατιέζουν ντα σως το θύρι
(Το ψεύτη και τον κλέφτη τους κυνηγούν ως την πόρτα˙ Γρήγορα γίνονται αντιληπτές οι κακές ιδιότητες κάποιου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιαλαντζής :1, κομπωσιάρης, ψεματιάρης, ψεύτης