ψεματιώνας
(επίθ.)
ψεματιώνας
[psemaˈtçonas]
Αξ., Μαλακ.
Από το ουσ. ψέμα (θ. ψεματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Ψεύτικος
ό.π.τ.
Συνών.
γαλπαζάνος :2, κάλπι, τιανικιαώνας :2, ψευτίτικος, Αντίθ
αληθιώνας, αληθιώτικος :1
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025