ψευτίτικος
(επίθ.)
ψευτίτ'κο
[psef'titko]
Αξ.
Από το νεότ. επίθ. ψεύτικος και το παραγωγ. επίθμ. -ίτικος.
Ψεύτικος.
Συνών.
γαλπαζάνος :2, κάλπι, κελετέ, τιανικιαώνας :2