ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψέλος (ουσ. ουδ.) ψέλος [ˈpselos] Αξ. ψέ'ος [ˈpseos] Φάρασ. ψέλο [ˈpselo] Ανακ. Από το επίθ. ψηλός, όπου και τύπ. ψελός, υποχωρητ. Πβ. και ήδη νεότ. ουσ. το ψῆλος.
Ύψος ό.π.τ. : Το ψέος του κατζίουν (Το ύψος των βράχων) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Β Εδά σο ψέλο, ασ' σα μιναρέδια απάνω να μη βγ̇ει (Τόση (η εκκλησία) στο ύψος, ώστε να μην βγει πάνω από τους μιναρέδες) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αψέλωμα, μπόι :1, ψηλοσύνη