ψέλος
(ουσ. ουδ.)
ψέλος
[ˈpselos]
Αξ.
ψέ'ος
[ˈpseos]
Φάρασ.
ψέλο
[ˈpselo]
Ανακ.
Από το επίθ. ψηλός, όπου και τύπ. ψελός, υποχωρητ. Πβ. και ήδη νεότ. ουσ. το ψῆλος.