μπόι
(ουσ. ουδ.)
μπόι
[ˈboi]
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσελτ., Τσουχούρ.
μπόγι
[ˈboʝi]
Μαλακ.
πόι
[ˈpoi]
Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. μπόι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. boy.
1. Aνάστημα, ύψος
ό.π.τ.
:
Kονdό δου μπόι
(Κοντός στο ανάστημα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Με το μπόι τ’ μανάλ'
(Κερί ίσαμε το μπόι του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τα ανίκια εbόισαν, και εγέναν με το μπόι μ’ μπαραμπάρι
(Τα σκυλάκια μεγάλωσαν και έγιναν ίσα με το μπόι μου)
Τελμ.
-Dawk.
Ἐταξα να μανάιλ σουν ντου μπόι μ’
(Έταξα μιά λαμπάδα ίσα με το μπόι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μαμμού μου είσ̑ι τ’ μπόι τζης πολύ γ̇ισά
(Η γιαγιά μου είχε ανάστημα πολύ κοντό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Μπόι μπεζί
(το πανί του αναστήματος˙ το πανί με το οποίο τύλιγαν ολόκληρο το βρέφος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Να πατ-τίσ̑’ το πόι σ’
(Να βουλιάξεις ολόκληρος˙ αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Να ντεβριλντίσ’ το μπόι σου
(Να γκρεμιστεί το μπόι σου˙ αρά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Έσυρε μπόι
(Έρριξε μπόι˙ ψήλωσε)
Μισθ.
-Μακρ.
Τραβά μπόγι
(Τραβάει ύψος˙ αναπτύσσεται)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
αψέλωμα, ψέλος, ψηλοσύνη
2. Ειδικότ., μονάδα μέτρησης του ύψους
Ανακ., Τσελτ.
:
Αθρωπιού το μπόι
(Ανάστημα ίσο με ενός ανθρώπου)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ανέβη ήλιος δυό μπόια
(Ανέβηκε ο ήλιος όσο το ύψος δυό ανθρώπων)
Τσελτ.
-ΚΜΣ-ΚΠ37
|| Φρ.
Ένα κιτ͑αριού μπόι
(Ενός κριθαριού ανάστημα˙ για το χρονικό διάστημα κατά τα οποία μεγάλωνε η ημέρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το σ̑ον’ σου ντεβεδιού το μπόι νισ̑κότουν
(Το χιόνι ήταν ως το ύψος της καμήλας˙ για μεγάλη χιονόπτωση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.