ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπόι (ουσ. ουδ.) μπόι [ˈboi] Ανακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσελτ., Τσουχούρ. μπόγι [ˈboʝi] Μαλακ. πόι [ˈpoi] Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ. Νεότ. ουσ. μπόι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. boy.
1. Aνάστημα, ύψος ό.π.τ. : Kονdό δου μπόι (Κοντός στο ανάστημα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Με το μπόι τ’ μανάλ' (Κερί ίσαμε το μπόι του) Ανακ. -Κωστ.Α. Τα ανίκια εbόισαν, και εγέναν με το μπόι μ’ μπαραμπάρι (Τα σκυλάκια μεγάλωσαν και έγιναν ίσα με το μπόι μου) Τελμ. -Dawk. Ἐταξα να μανάιλ σουν ντου μπόι μ’ (Έταξα μιά λαμπάδα ίσα με το μπόι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Μαμμού μου είσ̑ι τ’ μπόι τζης πολύ γ̇ισά (Η γιαγιά μου είχε ανάστημα πολύ κοντό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Μπόι μπεζί (το πανί του αναστήματος˙ το πανί με το οποίο τύλιγαν ολόκληρο το βρέφος) Ανακ. -Κωστ.Α. Να πατ-τίσ̑’ το πόι σ’ (Να βουλιάξεις ολόκληρος˙ αρά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να ντεβριλντίσ’ το μπόι σου (Να γκρεμιστεί το μπόι σου˙ αρά) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Έσυρε μπόι (Έρριξε μπόι˙ ψήλωσε) Μισθ. -Μακρ. Τραβά μπόγι (Τραβάει ύψος˙ αναπτύσσεται) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. αψέλωμα, ψέλος, ψηλοσύνη
2. Ειδικότ., μονάδα μέτρησης του ύψους Ανακ., Τσελτ. : Αθρωπιού το μπόι (Ανάστημα ίσο με ενός ανθρώπου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ανέβη ήλιος δυό μπόια (Ανέβηκε ο ήλιος όσο το ύψος δυό ανθρώπων) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ37 || Φρ. Ένα κιτ͑αριού μπόι (Ενός κριθαριού ανάστημα˙ για το χρονικό διάστημα κατά τα οποία μεγάλωνε η ημέρα) Ανακ. -Κωστ.Α. Το σ̑ον’ σου ντεβεδιού το μπόι νισ̑κότουν (Το χιόνι ήταν ως το ύψος της καμήλας˙ για μεγάλη χιονόπτωση) Ανακ. -Κωστ.Α.