μποζουλντώ
(ρ.)
μπουζουλντώ
[buzuˈldο]
Σίλ.
Από τον αορ. bozuldu του τουρκ. ρ. bozulmak = καταστρέφομαι.
Αμτβ., χαλώ, καταστρέφομαι, σβήνομαι
Σίλ.
:
Γραπτό σου τσ̑ονgιάν ένι ρεμ μπουζουλντά
(Ό,τι είναι το γραφτό σου δεν ξεγράφεται)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
μπατίζω :3, χαλάνω :1