ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποζουλντώ (ρ.) μπουζουλντώ [buzuˈldο] Σίλ. Από τον αορ. bozuldu του τουρκ. ρ. bozulmak = καταστρέφομαι.
Αμτβ., χαλώ, καταστρέφομαι, σβήνομαι Σίλ. : Γραπτό σου τσ̑ονgιάν ένι ρεμ μπουζουλντά (Ό,τι είναι το γραφτό σου δεν ξεγράφεται) Σίλ. -Dawk. Συνών. μπατίζω, χαλάνω
Τροποποιήθηκε: 03/04/2025