μπόγος
(ουσ. αρσ.)
μπόγους
[ˈboɣus]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. μπόγος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το παλ. τουρκ. και διαλεκτ. ουσ. boğ = δέμα (Tietze 2016: λ. boğ, THADS, λ. boğ Ι).
Μπόγος με δώρα που προσφέρεται σε γάμους και γιορτές
Σίλ.
:
Φτσ̑άνουσ̑ι γάμου, μπόγου· κονώννουσ̑ι πολλά πιλάβια
(Κάνουν γάμο, μπόγο με δώρα· σερβίρουν πολλά πιλάφια)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
μποχτσάς