ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπόγος (ουσ. αρσ.) μπόγους [ˈboɣus] Σίλ. Νεότ. ουσ. μπόγος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το παλ. τουρκ. και διαλεκτ. ουσ. boğ = δέμα (Tietze 2016: λ. boğ, THADS, λ. boğ Ι).
Μπόγος με δώρα που προσφέρεται σε γάμους και γιορτές Σίλ. : Φτσ̑άνουσ̑ι γάμου, μπόγου· κονώννουσ̑ι πολλά πιλάβια (Κάνουν γάμο, μπόγο με δώρα· σερβίρουν πολλά πιλάφια) Σίλ. -Dawk. Συνών. μποχτσάς