ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπογιαντίζω (ρ.) μπογιαdίζω [boʝaˈdizo] Αξ. μποϊαντίζου [boiaʹdizu] Δίλ. μπογιατίζω [boʝaˈtizo] Μαλακ. μπογιατσ̑ίζου [boʝaˈtʃizu] Σίλ. μπουγιαdίζου [buʝaˈdizu] Δίλ., Μισθ. μπουγιαΐζου [buʝaˈizu] Μισθ. πογιατίζου [poʝaˈtizu] Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ. μπουγιέζω [buˈʝezo] Μισθ. μπογιαdώ [boʝaˈdo] Σίλ., Τελμ. Μτχ. μπουγιαϊσμένου [buʝaiˈzmenu] Μισθ. πογιατημένου [poʝatiˈmenu] Φάρασ. Νεότ. ρ. μποϊαντίζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ρ. boyatmak ή boyamak.
1. Βάφω, μπογιατίζω κάτι ό.π.τ. : Τ’ άλλ' τ’ μέρα τζαdίσσα παίρ’ μπογιά και πανί, παίν’ εκεί πάλ’ κόγια να μπογιαdίσ̑’ το πανί (την άλλη μέρα η γριά μάγισσα παίρνει μπογιά και πανί, πηγαίνει πάλι εκεί, τάχα θα βάψει το πανί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Mπουγιαΐζου ντου σπίτι μ’ (Βάφω το σπίτι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Άσπρα ρίζις, ας μπουγιέσουμ' δα μαλλιά μας (Άσπρες ρίζες, ας βάψουμε τα μαλλιά μας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Nτου ντουβάρ' τσείδι μπουγιαϊσμένου (Ο τοίχος είναι βαμμένος) Μισθ. -Κοτσαν. Πήνι πήρινι ’λτινό πογιάς πογιάτ’σινι το λαχτόρι (Πήγαν και αγόρασαν κόκκινη μπογιά και μπογιάτισαν τον πετεινό) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Αμτβ., βάφομαι Δίλ., Τελμ. : Βράζουμ' τα και μποϊαντίζουν (Τα βράζουμε, ενν. τα αβγά, και βάφονται) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Γαρεγέ μπογιαdεί η καρδιά του (Μαύρη βάφεται η καρδιά του˙ για μεγάλο πόνο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών. βάφω