μπογιαντίζω
(ρ.)
μπογιαdίζω
[boʝaˈdizo]
Αξ.
μποϊαντίζου
[boiaʹdizu]
Δίλ.
μπογιατίζω
[boʝaˈtizo]
Μαλακ.
μπογιατσ̑ίζου
[boʝaˈtʃizu]
Σίλ.
μπουγιαdίζου
[buʝaˈdizu]
Δίλ., Μισθ.
μπουγιαΐζου
[buʝaˈizu]
Μισθ.
πογιατίζου
[poʝaˈtizu]
Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ.
μπουγιέζω
[buˈʝezo]
Μισθ.
μπογιαdώ
[boʝaˈdo]
Σίλ., Τελμ.
Μτχ.
μπουγιαϊσμένου
[buʝaiˈzmenu]
Μισθ.
πογιατημένου
[poʝatiˈmenu]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. μποϊαντίζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ρ. boyatmak ή boyamak.
1. Βάφω, μπογιατίζω κάτι
ό.π.τ.
:
Τ’ άλλ' τ’ μέρα τζαdίσσα παίρ’ μπογιά και πανί, παίν’ εκεί πάλ’ κόγια να μπογιαdίσ̑’ το πανί
(την άλλη μέρα η γριά μάγισσα παίρνει μπογιά και πανί, πηγαίνει πάλι εκεί, τάχα θα βάψει το πανί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Mπουγιαΐζου ντου σπίτι μ’
(Βάφω το σπίτι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άσπρα ρίζις, ας μπουγιέσουμ' δα μαλλιά μας
(Άσπρες ρίζες, ας βάψουμε τα μαλλιά μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Nτου ντουβάρ' τσείδι μπουγιαϊσμένου
(Ο τοίχος είναι βαμμένος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήνι πήρινι ’λτινό πογιάς πογιάτ’σινι το λαχτόρι
(Πήγαν και αγόρασαν κόκκινη μπογιά και μπογιάτισαν τον πετεινό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Αμτβ., βάφομαι
Δίλ., Τελμ.
:
Βράζουμ' τα και μποϊαντίζουν
(Τα βράζουμε, ενν. τα αβγά, και βάφονται)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Γαρεγέ μπογιαdεί η καρδιά του
(Μαύρη βάφεται η καρδιά του˙ για μεγάλο πόνο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
βάφω