μπιτσιμλούς
(επίθ.)
πιτ͑σ̑ιμλούς
[pitʰʃimˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
πιτ͑σ̑ιμλούσα
[pitʰʃimˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. biçimli = όμορφος, καλοσχηματισμένος.
Κομψός.