μπιτσιμλούς ( επίθ.
)
πιτ͑σ̑ιμλούς
[pitʰʃimˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
πιτ͑σ̑ιμλούσα
[pitʰʃimˈlusa]
Φάρασ.
...
μπιτσιμσούζα
(επίρρ.)
πιτ͑σ̑ιμσούζα
[pitʰʃimˈsuza]
Φάρασ.
Από το επίθ. μπιτσιμσούζης, όπου και τύπ. μπιτ͑σιμσούζης και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Με ακαλαίσθητο τρόπο
Φάρασ.