μπογιαλίκι
(ουσ. ουδ.)
μπογιαλίκ'
[boʝaˈlik]
Αραβ.
Πληθ.
μπογιαλî́χ̇ια
[boˈʝalɯxa]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. boyalık = είδος φυτού από την ρίζα του οποίου εξάγουν βαφή (THADS, λ. boyalık).
1. Kεχρί (panicum miliaceum), φυτό από το οποίο παράγεται κόκκινη μπογιά
Αραβ.
:
Μπογιαλι̂́κ’ το λέισκαμ’· σπέρνισκαμ’ το, βγάλλισκαμ’ το, κοπάνισκαμ’ το ρίζα τ’, σάνισκάμ’ το σκόνη, βάφισκαμ’ νήματα
(Μπογιαλίκ το λέγαμε· το σπέρναμε, το βγάζαμε, κοπανίζαμε την ρίζα του, την κάναμε σκόνη, βάφαμε νήματα)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Συνών.
τζεχρί
2. Στον πληθ., χωράφια στα οποία σπέρνεται κεχρί, από το οπ. εξάγεται βαφή
Αξ.