ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπογιαλίκι (ουσ. ουδ.) μπογιαλίκ' [boʝaˈlik] Αραβ. Πληθ. μπογιαλî́χ̇ια [boˈʝalɯxa] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. boyalık = είδος φυτού από την ρίζα του οποίου εξάγουν βαφή (THADS, λ. boyalık).
1. Kεχρί (panicum miliaceum), φυτό από το οποίο παράγεται κόκκινη μπογιά Αραβ. : Μπογιαλι̂́κ’ το λέισκαμ’· σπέρνισκαμ’ το, βγάλλισκαμ’ το, κοπάνισκαμ’ το ρίζα τ’, σάνισκάμ’ το σκόνη, βάφισκαμ’ νήματα (Μπογιαλίκ το λέγαμε· το σπέρναμε, το βγάζαμε, κοπανίζαμε την ρίζα του, την κάναμε σκόνη, βάφαμε νήματα) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Συνών. τζεχρί
2. Στον πληθ., χωράφια στα οποία σπέρνεται κεχρί, από το οπ. εξάγεται βαφή Αξ.