μπογιατιρντίζω
(ρ.)
μπογιατι̂ρτίζω
[boʝatɯrʹtizo]
Μαλακ.
πογιατ-τουρντίζω
[poʝattuˈrdizo]
Φάρασ.
Αόρ.
μπογιατι̂́ρ’σα
[boʝaʹtɯrsa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. boyattırdı του τουρκ. ρ. boyattırmak = βάζω κάποιον να βάψει.
Βάζω κάποιον να βάψει
ό.π.τ.